- μέμφειρα
- μέμφειρα, ἡ (Α)μέμψη, μομφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέμφομαι + κατάλ. -ειρα κατά το πρέσβειρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέμφειραν — μέμφειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… … Dictionary of Greek